- εγκολπώνομαι
- (AM ἐγκολπῶ, -όω)τοποθετώ στον κόλπο μου, στο στήθος ή στις τσέπες μουμσν.- νεοελλ.ενστερνίζομαι, αποδέχομαι ανεπιφύλαχτα («εγκολπώνομαι τις νέες ιδέες», «τὴν θείαν ἀγάπην ἐγκολπωσάμενοι»)αρχ.1. (για ακτή) σχηματίζω κόλπους2. φουσκώνω τα πανιά, όπως ο άνεμος3. (-οῡμαι) φρ. «χιτῶνα παμποίκιλον ἐνεκεκόλπωτο» — φόρεσε στολισμένο χιτώνα.
Dictionary of Greek. 2013.